Dictionary of Greek. 2013.
ζιβύνη — ζιβύνη, ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και ζηβήνη) σιδερένιο ακόντιο ή λόγχη (βλ. σιβύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιβύνη] … Dictionary of Greek